Παρασκευή 11 Ιανουαρίου 2019

Στα ίχνη του κρυμμένου θησαυρού.-



            ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΡΚΙΟΛΑΚΗΣ








ΣΤΑ ΙΧΝΗ ΤΟΥ ΚΡΥΜΜΕΝΟΥ ΘΗΣΑΥΡΟΥ

                        «ΔΙΗΓΗΜΑ»

                   (ΑΛΗΘΙΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ)











ΑΘΗΝΑ 2014

Για μια λίρα χρυσή.


ΓΙΑ ΜΙΑ ΛΙΡΑ ΧΡΥΣΗ…

Μες στης ζωής τα ομιχλώδη ταξιδέματα,
στο σύμφυρμα του κόσμου μας που ζούμε,
για τα καράτια της στα ονειρέματα,
το χρώμα της το κίτρινο, όλοι ποθούμε.

Χιμαιροκυνηγήματα, μα η ελπίδα δεν πεθαίνει,
γυρίζει ο ήλιος μα ας ψάξω λίγο ακόμα λες,
στο χρόνο τον στερνό που μ’ απομένει,
μα πάλι άνθρακας το μάλαμα κι’ ας κλαις.

Τα κίτρινα τα μάτια της που όλοι ερωτευτήκαμε,
κι’ αγγίξαμε κάποια στιγμή, την αύρα της που λένε,
κι’ αν στα ξωκλήσια τάματα αφήσαμε,
μοιράζει πάντα η ζωή, αυτές δεν φταίνε.

Μα κι’ αν η τύχη μια μοιραία απρόσμενη στιγμή,
με δόξα μάλαμα και νέκταρ σε κεράσει,
θα έρθει ο χρόνος να σε κλέψει, να σου πει,
τέλειωσες έχεις χάσει.

Yiannis H.

Πρόλογος.

ΠΡΟΛΟΓΟΣ


Στα ίχνη των «κρυμμένων θησαυρών». Το επίκτητο πάθος για το «μάλαμα» για την ανακάλυψη της μυθικής φωλιάς του «χρυσού ήλιου» το αραξοβόλι του «ασημένιου φεγγαριού» το δρόμο για το «διάδημα των άστρων».

Ερωτευμένος με το μάλαμα το θεϊκό, αναζητούσα τα ίχνη του, στις σπηλιές των πειρατών, στα σημάδια της γης, μέσα στους συλημένους ή όχι αρχαίους τάφους, μέσα σε νεκροταφεία και εκκλησίες, παραβιάζοντας τα «όρια της λογικής» για τα χρυσά μάτια του.
Κατέβηκα σε βάραθρα, μπήκα έρποντας σε σπηλιές, πέρασα επικίνδυνους ατραπούς μέσα από γκρεμούς, για να βρω κάποιο ίχνος από τη χρυσόσκονη των ονείρων, από το πέρασμά του.

Οι αναμνήσεις «ξυπνούν» πότε πότε και «νυσταγμένες» περιδιαβαίνουν τις χειμωνιάτικες «βεγγέρες» μου.
Νοσταλγώ τις στιγμές της υπέρτατης αγωνίας, πλησιάζοντας τον υποτιθέμενο κρυμμένο θησαυρό.
Απίστευτες ιστορίες, καταχωνιασμένες στις αναμνήσεις και που έρχονται από το μακρινό παρελθόν πολλές φορές, για να μου θυμίσουν τα δικά μου, τα ονειρικά (Ηλύσια πεδία) την ελπίδα, τις άσοφες ενέργειες, τις «γκάφες» τον πόνο, το γέλιο, την ειρωνεία, την περιπέτεια …

«Κι’ όμως, να ξαναγύριζαν λέει, τα περασμένα»…

Αναδεύοντας τις αναμνήσεις.


ΑΝΑΔΕΥΟΝΤΑΣ ΤΙΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ

Θα πρέπει να ήμουνα εκεί, γύρω στα δώδεκα και όπως τα περισσότερα παιδιά του χωριού, έτσι κι’ εγώ προσπαθούσα να βοηθήσω τους γονείς μου τα σαββατοκύριακα, μεταφέροντας τις ελιές με το γαϊδουράκι, από το κτήμα για να τις αδειάσω στη συνέχεια σε κάποιο χώρο στο σπίτι, στο χωριό.
Μάζευα όμως και σαλιγγάρια τα καλοκαίρια σηκώνοντας πέτρες και θάμνους, ένα ένα, ή και πολλά μαζί, «κολληταρές» τα λέγαμε, επειδή ήταν κολλημένα το ένα πάνω στο άλλο.
Η «πραμάτεια» της ημέρας, δυο με τέσσερα κιλά (οκάδες τότε), πήγαινε την ίδια ημέρα στον μπακάλη του χωριού, για να μου δώσει από πέντε, έως δέκα δραχμές, ανάλογα με την ποιότητα τους. Αυτός αφού μάζευε αρκετή ποσότητα κι’ αφού τα χώριζε σε κατηγορίες, τα μεταπουλούσε στη συνέχεια, για τις αγορές της Αθήνας.

Μάζευα λοιπόν σαλιγκάρια μα πάντα ερευνούσα το έδαφος το πλούσιο από αρχαία, ώσπου μια μέρα, κοντά στα ερείπια μιας περιοχής, σήκωσα μια μεγάλη πέτρα που κατά τη γνώμη μου ίσως να έκρυβε αρκετά σαλιγκάρια, πράγματι είχε πάρα πολλά. Πρόσεξα όμως πως κάτω από αυτή την μεγάλη πέτρα δηλαδή, υπήρχε και μια άλλη που έδειχνε πως με κάποιο εργαλείο, σμίλη ίσως, την είχαν κάνει πιο επίπεδη. Λες είπα μέσα μου, να έχουν κρύψει χρυσάφι; Βρήκα λοιπόν κάποιο ξύλο και σιγά σιγά, έδιωξα τα χώματα και την απελευθέρωσα. Πράγματι υπήρχε κάποιο πήλινο αντικείμενο, για ανθοδοχείο έμοιαζε, που το χοντρό στόμιο του είχε άλλο χρώμα, θαρρώ κόκκινο και λευκό μα που ήταν γεμάτο με λεπτό χώμα. Μάλιστα στην προσπάθεια μου να το αδειάσω θυμάμαι πως ράγισε λίγο. Τελικά υπήρχαν τρία αντικείμενα, κοσμήματα, μα που δεν ήταν χρυσά, από κάποιο άλλο κράμα είχαν φτιαχτεί. Λυπήθηκα πολύ τότε θυμάμαι, κρίμα είπα να μην είναι χρυσά.
Τέλος πάντων εγώ τα πήρα μαζί με το πήλινο δοχείο και τα πήγα στο σπίτι μου. Ξαφνιάστηκε η μητέρα μου στην αρχή, μα στη συνέχεια κατάλαβε κι’ εκείνη πως δεν ήταν χρυσά, όμως με έστειλε για καλό και για κακό όπως είπε στον Γιάγκο, τον χρυσοχόο του χωριού, ο οποίος μου είπε πως είναι από μπρούντζο και χαλκό χωρίς καμιά αξία αφού και άλλοι όπως μου είπε, είχαν βρει παρόμοια αντικείμενα στην περιοχή.
Αυτά ήταν ένα μεγάλο περιδέραιο με πάρα πολλές σπείρες «ελικοειδής συστροφές» ένα καλλιτέχνημα δηλαδή με δυο άλλα της ίδιας κατασκευής αλλά πολύ μικρότερα, ίσως σκουλαρίκια να ήταν.

Πέρασαν τα χρόνια και όταν κάποια φορά πήγα στο πατρικό μου σπίτι με άδεια, τα ζήτησα από τη μητέρα μου, μα ούτε που τα θυμόταν, σίγουρα τα πέταξε.
Την εποχή εκείνη λίγο μετά τον πόλεμο οι άνθρωποι δεν έδιναν και μεγάλη σημασία σε τέτοια ευρήματα. Κρίμα.

Αυτές λοιπόν ήταν η πρώτες τυχαίες προσπάθειες ανεύρεσης κάποιου κρυμμένου θησαυρού.
Το μικρόβιο δηλαδή για θησαυρούς και γενικά κάθε τι αρχαίο με γοήτευε.

Και πέρασαν λίγα χρόνια, η άνοιξη της ζωής άρχισε να βασιλεύει, το καλοκαίρι πλησίαζε, η δυναμική εποχή ήταν κοντά, πολύ κοντά.

Το «κυνήγι» ή αναζήτηση δηλαδή κρυμμένων ή χαμένων θησαυρών, πέρασε κι’ αυτό από την άνοιξη στο καλοκαίρι κι’ έφτασε στις παρυφές του φθινοπώρου.
Και τώρα με τις πρώτες νιφάδες του χιονιού, μελαγχολώ που εκείνα τα παιχνιδιάρικα χρόνια, έχουν μείνει στο μακρινό παρελθόν.
Νοσταλγώ τις στιγμές της απίστευτης αγωνίας, πλησιάζοντας τον υποτιθέμενο κρυμμένο θησαυρό.
Με «πιάνουν» όμως και τα γέλια καμιά φορά, όταν θυμάμαι τα ξενύχτια, τα κουστούμια και γενικά τα ρούχα που χάλασα, τον ιδρώτα που πότισα το χώμα στα βουνά και στα λαγκάδια, μα και τα χρήματα που ξόδεψα από τις λίγες οικονομίες μου, για βενζίνες , εργαλεία κλπ.

Οι αναμνήσεις «ξυπνούν» πότε πότε και «νυσταγμένες» περιδιαβαίνουν τις χειμωνιάτικες «βεγγέρες» μου.
Πώς να ξεχάσω τον καπετάν Νικόλα, που στο πυροφάνι τον γνώρισα τα χρόνια εκείνα της άνοιξης, αυτός μου έδειξε «των πειρατών τ’ αραξοβόλι» και ήταν η πρώτη γνωριμία, «το άναμμα του πρώτου τσιγάρου με την μπόλικη νικοτίνη» για συντροφιά στ’ αφηρημένα, μελλοντικά όνειρα, στα «ίχνη των κρυμμένων θησαυρών».

Ερωτευμένος από το μάλαμα το θεϊκό, αναζητούσα τα ίχνη του, στις σπηλιές των πειρατών, στα σημάδια της γης, μέσα στους συλημένους ή όχι αρχαίους τάφους, μέσα σε νεκροταφεία και εκκλησίες, παραβιάζοντας τα «όρια της λογικής» για τα χρυσά μάτια του.
Κατέβηκα σε βάραθρα, μπήκα έρποντας σε σπηλιές, πέρασα επικίνδυνους ατραπούς μέσα από γκρεμούς για να βρω κάποιο ίχνος, από τη χρυσόσκονη των ονείρων, από το πέρασμά του.

Μια ομάδα που την αποτελούσαν τρεις άντρες και μια 18χρονη κοπέλα, είχε δημιουργηθεί εκεί κοντά, στο «απόβραδο της δικής μου άνοιξης» με σκοπό την ανίχνευση κρυμμένων θησαυρών και ήμουν κι’ εγώ εκεί, να δοκιμάσω ήθελα το γλυκό πιοτό, που μεθάς γουλιά γουλιά και κάνεις όνειρα αλλιώτικα, μαλαματένια.

Είναι αλήθεια βέβαια πως τα χρόνια εκείνα τα παλιά, οι τούρκοι, κυνηγημένοι έφευγαν αφήνοντας πίσω τους ότι πολύτιμο είχαν σε χρυσάφι και που η καλύτερη κρυψώνα ήταν το χώμα. Μέσα σε πήλινα κυρίως δοχεία, «κιούπια» όπως τα έλεγαν, έθαβαν τους θησαυρούς τους, για να γυρίσουν όπως πίστευαν κάποτε να τα πάρουν.
Ένα σχεδιάγραμμα συνήθως έφτιαχναν, με τον τρόπο του ο καθ’ ένας, να το δώσει σε κάποιο παιδί του, σε κάποιον δικό του άνθρωπο.
Είναι αλήθεια επίσης, πως στον πόλεμο του 40, οι Άγγλοι είχαν ρίξει από αεροπλάνα με αλεξίπτωτα, στις θέσεις των ανταρτών και των δυο πλευρών, εκατομμύρια χρυσές λίρες μέσα σε ξύλινα κιβώτια ή σε δοχεία από αλουμίνιο.

Πολλές από αυτές τις λίρες μοιράστηκαν μεταξύ των ανταρτών, μα και άλλες οι περισσότερες, θάφτηκαν σε διάφορα μέρη, συνήθως από τους αξιωματικούς, για να τις πάρουν μετά τον πόλεμο.
Όσοι όμως από αυτούς σκοτώθηκαν στις μάχες, το άυλο σώμα τους δεν είχε τη δυνατότητα, το «νόμο της ζωής να προδώσει» κι’ έτσι εκείνες οι λίρες, παραμένουν ακόμα μέσα στο χώμα, περιμένοντας στο φως του ήλιου να προβάλουν, έτσι κι’ αλλιώς αδέλφια είναι με τον ήλιο, το ίδιο χρώμα έχουν, μα και την «αιώνια ερωτική έλξη της ζωής»

Αν μέσα στα χέρια σφίξεις χρυσάφι, θα νιώσεις τα ξανθά του μαλλιά να τυλίγουν το σώμα σου όλο, να σφυρηλατούν για σένα το στέμμα το βασιλικό που θα φορέσεις και νιώθεις, πως στα δυο σου χέρια κρατάς, το επουράνιο ελιξίριο της ζωής.
Πως λοιπόν να μην ψάξεις, να μην κουραστείς, να ματώσεις για χάρη του, για χάρη μιας γλυκιάς αγάπης, μιας λίρας χρυσής…
Είναι αλήθεια επίσης ότι πολλές από αυτές τις χρυσές λίρες βρέθηκαν και άλλες ίσως να περιμένουν τους τυχερούς, να τις ανασύρουν από την «κρυψώνα» τους, αφού τα «αφεντικά» τους χάθηκαν, σκοτώθηκαν στις μάχες.
Επίσης αλήθεια είναι πως οι αρχαίοι έθαβαν τα νεκρά αγαπημένα τους πρόσωπα μαζί με τα χρυσά κοσμήματά τους, το μάλαμα δηλαδή, για τα «διόδια της πύλης του άλλου κόσμου».
Μα και οι πειρατές είναι γνωστό πως τους κλεμμένους από τις πειρατείες θησαυρούς, κάπου στην ξηρά τους έκρυβαν, εξαφανίζοντας στη συνέχεια κάθε ίχνος ζωής που θα μπορούσε να ξεφύγει και να πάρει τον αμύθητο θησαυρό.

Πολλοί γνώριζαν ή είχαν ακούσει για την ομάδα μας, κυρίως τον Ευθύμιο γνώριζαν τον ζαχαροπλάστη και αυτόν προσέγγιζαν συνήθως, όσο πιο εμπιστευτικά μπορούσαν, να του δώσουν πληροφορίες για κάποιο πχ. σχεδιάγραμμα θησαυρού, που βρέθηκε στα χέρια τους από παππούδες, πατεράδες κλπ. Μα και άλλοι για σημάδια που βρήκαν τυχαία, για όνειρα, που είδε κάποιος, «σίγουρα πράγματα δηλαδή» μέχρι και στα ποτήρια που τα κινούσαν δήθεν πνεύματα πιστέψαμε, ή υποτίθεται πιστέψαμε, ίσως να θέλαμε την περιπέτεια ή και την τυχαία ανακάλυψη κάποιου θησαυρού, αν ο ανιχνευτής μας είχε κέφια και όχι γιατί το πνεύμα κάποιου μίλησε ή γιατί ο καφές το είπε.

Κι’ εμείς; Εμείς τρέχαμε να προλάβουμε τον θησαυρό.
Το πόσες μπαταρίες καταναλώσαμε για τον ανιχνευτή, δεν λέγεται κι’ αυτός το καθήκον του έκανε, κάθε τόσο που άρχιζε τη «μουρμούρα» έπρεπε να σκάψουμε για να ανασύρουμε στη συνέχεια κάποιο άχρηστο σιδερικό.

Απίστευτες ιστορίες, καταχωνιασμένες στις αναμνήσεις και που έρχονται από το μακρινό παρελθόν πολλές φορές, για να μου θυμίσουν τις αγωνίες, τις βλακείες, τις γκάφες, τον πόνο, το γέλιο, την περιπέτεια μιας ηλικίας …